- σχετλιαστικός
- -ή, -ό/ σχετλιαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [σχετλιάζω]αυτός που εκφράζει ή δηλώνει σχετλιασμό, παράπονο ή αγανάκτηση και οργή («σχετλιαστικά επιφωνήματα» — τα επιφωνήματα που δηλώνουν οδύνη ή αγανάκτηση όπως οἴμοι, φεῡ, αλίμονο, αχ, πω πω κ.λπ.)επίρρ...σχετλιαστικώς / σχετλιαστικῶς ΝΜ, και σχετλιαστικά Νμε σχετλιαστικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.